Σχεδίασμα της Ιστορίας του Αστακού
Μυθολογία
Η μυθολογία και οι ντόπιες δοξασίες θέλουν τη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου κοντά στο σημερινό βυζαντινό κάστρο. Λέγεται μάλιστα ότι οι μεγάλοι ογκόλιθοι που διακρίνονται από κάτω είναι οι πέτρες που πέταξε ο κύκλωπας στον Οδυσσέα. Λογικά θα πρέπει να απορρίψουμε αυτή την άποψη ως υπερβολική. Απορριπτέα πρέπει να κριθεί και η άποψη που θέλει το όνομα Αστακός προέρχεται από τον μυθολογικό γιο του Ποσειδώνα και της Ολβίας. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η πολίχνη πήρε το όνομά της από την πληθώρα των αστακών που υπήρχαν στα νερά της. Η εικασία αυτή δεν είναι αβάσιμη, είναι ωστόσο ελεγχόμενη. Το όνομα "Αστακός" είναι προελληνικό, ίσως ιλλυρικό και οι ρίζες του χάνονται στο χρόνο.
Αρχαία Εποχή
Οι πρώτοι κάτοικοι του αρχαίου οικισμού ήταν Κεφαλλήνες, ένας λαός που κατοικούσε στις κορυφές ("κεφαλαί") των ακαρνανικών βουνών. Η επικράτειά τους εκτεινόταν από την ακαρνανική παράκτια ζώνη και μέρος της ενδοχώρας ως τα νησιά της Λευκάδας, της Ιθάκης και της Κεφαλονιάς. Αυτοί δημιούργησαν πιθανόν κατά την προελληνική περίοδο μερικούς οικισμούς γύρω από την τότε ακτογραμμή του κόλπου του Αστακού, οι οποίοι αργότερα ενώθηκαν σε έναν συνοικισμό υπό το όνομα "Αστακοί". Ο πληθυντικός της ονομασίας μαρτυρά μάλλον αυτήν ακριβώς την ύπαρξη πολλών οικισμών υπό το γενικότερο πνεύμα ονοματοδοσίας της εποχής: Φυτίαι, Οινιάδαι, Κορόνται, κλπ. Άλλωστε, το όνομα "Αστακοί" υπάρχει σε επιγραφή θεωροδόκων της Επιδαύρου: "Αστακοί Κάλλεως Νίκωνος".
Η άποψη των πολλών οικισμών ενισχύεται από τα νεολιθικά ευρήματα σε θέσεις γύρω από τη σύγχρονη κωμόπολη. Όστρακα, κεραμικά και ανθρώπινα οστά μαρτυρούν την τελετουργική χρήση αυτών των χώρων και τη διασπορά ενός πληθυσμού, ο οποίος αυξάνεται διαρκώς, εκμεταλλεύεται τη θάλασσα και αναπτύσσεται ολοένα και πιο δυναμικά. Η εποχή του Τρωικού πολέμου ήδη βρίσκει την περιοχή υπό το σκήπτρο του βασιλιά Οδυσσέα της Ιθάκης, η επικράτεια του οποίου περιελάμβανε και τα ακαρνανικά παράλια. Ο βασικός οικισμός της εποχής βρισκόταν μάλλον στον όρμο του Πλατυγιαλιού. Η τοποθεσία των αρχαϊκών και κλασικών Αστακών ταυτίζεται με αυτή του βυζαντινού Δραγαμέστου. Εκεί βρέθηκαν τα ερείπια αρχαίου ναού του Διός Καραού. "Κάρα" σημαίνει κεφάλι, επομένως ίσως δηλώνεται η προέλευση από τους Κεφαλλήνες. Πιο πιθανό όμως είναι να δηλώνεται ο αρχαίος λαός των Κάρων, οι οποίοι κατοίκησαν τη Στερεά Ελλάδα. Άλλωστε ο Καραός Ζευς λατρευόταν και στη βοιωτική επικράτεια, σημείο κατεξοχήν διασποράς των Κάρων, πριν αυτοί περάσουν στη Μικρασία.
Κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια τα ακαρνανικά παράλια απέκτησαν κορινθιακές αποικίες και οι περισσότερες πόλεις ήταν δεμένες στο κορινθιακό άρμα. Η Κόρινθος, προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση της στο εμπορικό προσκήνιο, συχνά αναμειγνυόταν στην εσωτερική πολιτική ζωή των ακαρνανικών πόλεων. Τότε ήταν που εισήχθη και η έννοια της "πόλεως" ως σύστημα οργάνωσης-διακυβέρνησης ενώ παράλληλα κυκλοφόρησαν οι πρώτοι κορινθιακοί στατήρες. Η εικόνα του Αστακού της εποχής εκείνης -όπως μπορούμε να τη φανταστούμε- είναι εκείνη μιας ναυτικής πόλης με ακμάζον εμπόριο και αγροτική ζωή, όπου κυριαρχεί η φιλοκορινθιακή μερίδα και οι καθημερινές συναλλαγές γίνονται με το κορινθιακό νόμισμα.
Κατά τα χρόνια του Εμφυλίου Σπάρτης-Αθηνών, ο Αστακός έγινε γνωστός για την ιστορία του Ευάρχου. Ο Εύαρχος ήταν τύραννος, φίλα προσκείμενος στην Κόρινθο, εκδιωχθείς από τον Αστακό έπειτα από μεγάλη ναυτική επέμβαση των Αθηναίων. Η επαναφορά του στην ακαρνανική πολίχνη προκάλεσε νέα δυναμικότερη αθηναϊκή εκστρατεία υπό τον Φορμίωνα, που οδήγησε σε εκκαθάριση όλων των πόλεων της ακαρνανικής ενδοχώρας από τους φιλοκορίνθιους τυράννους και σε μεταφορά της περιοχής στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής.
Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (404 π.Χ.) βρίσκει τον Αστακό ενταγμένο στο Κοινό των Ακαρνάνων, μια δύναμη που εκτεινόταν από τα βόρεια και δυτικά ακαρνανικά παράλια ως την παραχελωίτιδα ζώνη και τη χώρα των Αγραίων, με την πόλη των Οινιάδων να αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα σε Ακαρνάνες και Αιτωλούς. Το θρησκευτικό κέντρο του Κοινού ήταν η αρχαία Στράτος. Την εποχή εκείνη ο Αστακός ως παράλια πόλη ενίσχυσε τους δεσμούς του με την ενδοχώρα.
Το Κοινόν ωστόσο ακολούθησε μια ιδότυπη πορεία: τάχθηκε στο πλευρό των Μακεδόνων, απορροφήθηκε από την Συμπολιτεία των Αιτωλών (~250 π.Χ.), κατελήφθη από την Ήπειρο και επανήλθε στη Μακεδονία.
Ρωμαϊκή Κατάκτηση
Το 179 π.Χ. μια ακαρνανική πρεσβεία εστάλη στη Ρώμη για να ζητήσει βοήθεια ενάντια στους Μακεδόνες. Στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής τους, οι Ρωμαίοι ανταποκρίθηκαν και, ερχόμενοι στην Ακαρνανία, επέβαλαν το καθεστώς τους προκρίνοντας το Θύρρειο ως ηγεμονίδα πόλη των Ακαρνάνων. Αρχίζει έτσι η παρακμή του αρχαίου Αστακού ο οποίος ακολουθεί τη μοίρα των γειτόνων, υποτασσόμενος οριστικά στη δύναμη της Ρώμης (167 π.Χ.). Από την ελληνιστική περίοδο του Αστακού υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα στο μουσείο Θυρρείου που μαρτυρούν την αδιάκοπη λειτουργία του ναού του Διός Καραού. Η παρακμή ολοκληρώθηκε και κατά τον τελευταίο προχριστιανικό αιώνα με το χτίσιμο της Ακτίας Νικόπολης κοντά στη σημερινή Πρέβεζα, όπου η ρωμαϊκή εξουσία διέταξε αναγκαστικό εποικισμό της από τα ακαρνανικά παράλια. Σχεδόν ταυτόχρονα συντελείται η ανάπτυξη της Πάτρας. Εάν εκείνη την εποχή δεν ερημώθηκε ο Αστακός, τότε σίγουρα μπορούμε να μιλήσουμε για μεγάλη μείωση του πληθυσμού του.
Μεσαίωνας
Η αφάνεια διαδέχεται τη φήμη και η παρακμή την ακτινοβολία του Αστακού κατά τα πρωτοχριστιανικά και πρωτοβυζαντινά χρόνια. Το αρχαίο πόλισμα δίνει τη θέση σε ένα νέο, υπό την ονομασία Δραγαμέστον, που σημαίνει "κοιλαδότοπος" και έχει μάλλον σλαβική προέλευση. Η ήδη υπάρχουσα αρχαία οχύρωση ενισχύθηκε επί Ιουστινιανού βάσει γενικότερου προγράμματος ενώ νέα αναστήλωση πρέπει να υπέστη κατά την εποχή των Μακεδόνων Αυτοκρατόρων. Η θέση του κάστρου ήταν σπουδαία αφού ήλεγχε όλη την ακτογραμμή και προστάτευε την ενδοχώρα από πειρατικές επιδρομές. Γύρω από την ααφάλεια των τειχών δημιουργήθηκε το πρώτο πόλισμα του Δραγαμέστου, το οποίο περιήλθε μετά την Α΄ Άλωση (1204) στη Βενετία. Η ύστερη εποχή του Βυζαντίου βρίσκει τον Αστακό αρχικά υπό το Δεσπότη της Ηπείρου. Τον 12ο αιώνα περνά στην κατοχή του Αλβανού Μπούα Σπάτα για να καταλήξει στον κόμη της Κεφαλληνίας Κάρολο Τόκκο. Και ενώ η Κωνσταντινούπολη έπνεε τα λοίσθια παραδομένη στις λεηλασίες των Τούρκων, η περιοχή του Αστακού ήταν το θέατρο των συγκρούσεων ανάμεσα στις οικογένειες Τόκκου και Φοσκάρι για την κυριαρχία στην περιοχή. Το 1470 οι διαμάχες λήγουν με τον Αστακό να υπάγεται τελικά στην οθωμανική διοίκηση.
Ξένη Κυριαρχία
Κατά την οθωμανική εποχή κύριος οικισμός ήταν το Δραγαμέστο, αναφέρονται όμως από τους περιηγητές το Βασιλόπουλο και η Λούτσαινα. Στην παράλια περιοχή λειτουργούσε λιμάνι με την ονομασία "Σκάλα" ή "Σκάλωμα Δραγαμέστου". Η οθωμανική διοίκηση επέβαλε στους ντόπιους ταπεινώσεις (αγγαρείες), υποχρεωτική φιλοξενία και βαριά φορολογία ("δεκάτη"). Η σπουδαιότητα του τόπου τον έκανε έδρα βοεβόδα/επάρχου, σπαχή και μπουλούκμπαση, μιας και το Δραγαμέστο ήταν η πρωτεύουσα του καζά ("νομού") Ξηρομέρου.
Το 1571 οι ντόπιοι έγιναν μάρτυρες της Ναυμαχίας των Εχινάδων. Ο χριστιανικός στόλος υπό τον Δον Ζουάν ντ' Αούστρια νίκησε τον οθωμανικό και άραξε για λίγο στο λιμάνι της Σκάλας. Τότε συνελήφθη και εκτελέστηκε ο βοεβόδας του Ξηρομέρου. Η αποχώρηση του στόλου όμως μετά τη ναυμαχία σήμανε την επάνοδο των Τούρκων που προέβησαν σε σκληρότερα μέτρα, προκαλώντας την ερήμωση της περιοχής και τη μετανάστευση των κατοίκων προς τα Επτάνησα. Ένα δεύτερο μεταναστευτικό κύμα ήταν η καταφυγή προς τα ορεινά προκειμένου να αποφευχθεί το παιδωμάζωμα κατά τα μέσα του 17ου αιώνα.
Το 1684 αποβιβάστηκε βενετικός στρατός 3.000 ανδρών στη Σκάλα ο οποίος ενισχύθηκε από 1273 ντόπιους και Κεφαλλήνες καταδρομείς, πολλοί από τους τελευταίους (π.Χ. Στάθης Μαγγίνας) εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή. Το 1699 η βενετοκρατία τερματίστηκε -διατηρήθηκε όμως το βενετικό υποπροξενείο- και η περιοχή πέρασε οριστικά σε τουρκικά χέρια. Το Δραγαμέστο μεταφέρεται στους πρόποδες της Βελούτσας ενώ το Σκάλωμα συνεχίζει να έχει πολύ μεγάλη σημασία ως λιμάνι. Από αυτό έφευγε πλήθος εμπορευμάτων προς τη Δύση, όπως κρέας, βαμβάκι, μαλλί, δέρμα και σιτάρι. Ταυτόχρονα, αρκετοί Ιθακήσιοι εργάζονταν στη γη μεταφερόμενοι συχνά με πλοίο. Η περιοχή παραδόθηκε και πάλι στις τουρκικές λεηλασίες ενώ τεράστιο φάνταζε το πρόβλημα των ληστρικών επιδρομών.
Η προεπανασταική περίοδος του τόπου σημαδεύτηκε από τη δράση του Γιάννου Βαρνακιώτη ο οποίος διαρκώς άλλαζε ιδιότητα: από κλέφτης γινόταν αρματολός και το αντίθετο. Μεγάλες καταστροφές υπέστη όμως η περιοχή κατά την Αλέρτα των Ορλωφικών από τους Αλβανούς που λειτουργούσαν ως βοηθοί της οθωμανικής εξουσίας. Η αποτυχία των Ορλωφικών ακολουθήθηκε από διετή ναπολεόντεια γαλλοκρατία (1797-1799). Το εξαγωγικό εμπόριο συνέχισε να ανθεί, ιδιαίτερα αυτό της βελανιδοξυλείας, η οποία χρησιμοποιούταν στη ναυπήγηση γερών πλοίων. Άλλωστε, μεγάλες αποθήκες είχαν κατασκευαστεί στη Σκάλα γι' αυτό το σκοπό ενώ λειτουργούσε και τελωνείο. Το 1808 ο Αλή Πασάς συγκέντρωσε τα καράβια του στο Σκάλωμα για να επιτεθεί στη Λευκάδα και ταυτόχρονα πλήθος κλεφτών μεταφέρθηκε στο νησί για να το υπερασπιστεί. Ήταν τότε που ο Αλή κατέλαβε μερικά νησιά των Εχινάδων. Γενικά, κλεφτουριά και Αλή Πασάς συγκρούστηκαν βίαια σην περιοχή του Ξηρομέρου.
Επανάσταση 1821
Το Μάη του 1821 κηρύσσεται η επανάσταση στο Ξηρόμερο από τον Γιώργο Βαρνακιώτη, ο οποίος διέμενε τότε στον Προφήτη Ηλία. Οι επαναστάτες συμμετείχαν στη Μάχη του Αετού και σε άλλες συγκρούσεις μετατρέποντας την περιοχή σε επαναστατικό κέντρο. Ο Μανιάτης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης δημιούργησε εδώ στρατόπεδο για να ελέγξει τα περάσματα προς το Μεσολόγγι. Καράβια κατασκευάζονταν στη Σκάλα, στο τελωνείο της οποίας δυστυχώς ανθούσε η αυθαιρεσία των τοπικών αρχόντων, προκαλώντας τη μήνι του Μαυροκορδάτου και την οριστική μεταφορά του στρατού του Πετρόμπεη στο Μεσολόγγι μέσα σε κλίμα απογοήτευσης.
Η διαίρεση των Ελλήνων οδήγησε σε ακρότητες, με τον Βαρνακιώτη να γίνεται δέκτης κατηγοριών -βάσιμων- για συνεργασία με τους Τούρκους και το σπίτι του στον Αστακό να πυρπολείται από τους Χασαπαίους και το Μάρκο Μπότσαρη. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και κατά τον Εμφύλιο του 1824, ενώ το 1825 έστησαν στρατόπεδο στην περιοχή οι οπλαρχηγοί Τσόγκας και Δημοτσέλιος. Στα τέλη Αυγούστου του 1825 δημιουργείται το στρατόπεδο του Γ. Καραϊσκάκη, ο οποίος έμελλε να δώσει το όνομά του στο σύγχρονο Δραγαμέστο (μετονομάστηκε το 1930 σε "Καραϊσκάκη"). Για την στρατοπέδευση των δυνάμεων του Καραϊσκάκη χρησιμοποιήθηκαν οι αποθήκες και τα μαγαζιά στη Σκάλα (σημερινός Αστακός) και η περιοχή κοντά στον Προφήτη Ηλία. Στο λιμάνι του Αστακού έστησε ο Καραϊσκάκης μια μεγάλη σημαία και κρατώντας την μίλησε με πατριωτικά λόγια στα παλληκάρια του για την αναγκαιότητα επέμβασης στο Μεσολόγγι. Από το ορμητήριό του ο οπλαρχηγός επέδραμε εναντίον των εφοδιοπομπών των Τούρκων και έγινε φόβος και τρόμος του Κιουταχή. Την ίδια εποχή, λίγο έξω από το λιμάνι του Αστακού έγινε η Ναυμαχία των Πυρπολικών, με τους Έλληνες να καταφέρνουν τελικά να κρατήσουν το θαλάσσιο δρόμο προς το νότο και τον Μιαούλη να δίνει παράταση ζωής στο Μεσολόγγι. Στα τέλη του 1825 ο Καραϊσκάκης αποχωρεί εφόσον δεν μπορεί πλέον να προσφέρει κάτι στο Μεσολόγγι. Η πτώση του Μεσολογγίου επέφερε μεγάλο κύμα φυγής προς τον Κάλαμο, ενώ στο λιμάνι του Αστακού συνέχισε να διαμένει μέσα σε πλοιάριο ο Τσόγκας. Το 1827, υπό τη σκια του Ιμπραήμ, ξεκίνησε να υπερασπιστεί το Λεσίνι ο Δημοτσέλιος ενώ ελληνικά πλοία από τον Κάλαμο επανήλθαν στο λιμάνι του Αστακού. Στις 10 Ιουλίου 1827 ο φιλέλληνας Τόμας και ο Δημοτσέλιος διακήρυξαν την απελευθέρωση του Δραγαμέστου, ενώ στο λιμάνι του Αστακού έφτασε ο Τσωρτς για να στήσει το ορμητήριό του. Τότε έπλευσε στον κόλπο του Αστακού η περίφημη "Καρτερία" του Άστιγξ και έγινε η οριστική εκδίωξη των Τούρκων. Στις 16 Ιουλίου 1829 αποβιβάστηκε στη Σκάλα ο Καποδίστριας, στο ίδιο λιμάνι όπου είχε κατέβει χρόνια πριν και ο Λόρδος Μπάιρον.
Η διαίρεση των Ελλήνων οδήγησε σε ακρότητες, με τον Βαρνακιώτη να γίνεται δέκτης κατηγοριών -βάσιμων- για συνεργασία με τους Τούρκους και το σπίτι του στον Αστακό να πυρπολείται από τους Χασαπαίους και το Μάρκο Μπότσαρη. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και κατά τον Εμφύλιο του 1824, ενώ το 1825 έστησαν στρατόπεδο στην περιοχή οι οπλαρχηγοί Τσόγκας και Δημοτσέλιος. Στα τέλη Αυγούστου του 1825 δημιουργείται το στρατόπεδο του Γ. Καραϊσκάκη, ο οποίος έμελλε να δώσει το όνομά του στο σύγχρονο Δραγαμέστο (μετονομάστηκε το 1930 σε "Καραϊσκάκη"). Για την στρατοπέδευση των δυνάμεων του Καραϊσκάκη χρησιμοποιήθηκαν οι αποθήκες και τα μαγαζιά στη Σκάλα (σημερινός Αστακός) και η περιοχή κοντά στον Προφήτη Ηλία. Στο λιμάνι του Αστακού έστησε ο Καραϊσκάκης μια μεγάλη σημαία και κρατώντας την μίλησε με πατριωτικά λόγια στα παλληκάρια του για την αναγκαιότητα επέμβασης στο Μεσολόγγι. Από το ορμητήριό του ο οπλαρχηγός επέδραμε εναντίον των εφοδιοπομπών των Τούρκων και έγινε φόβος και τρόμος του Κιουταχή. Την ίδια εποχή, λίγο έξω από το λιμάνι του Αστακού έγινε η Ναυμαχία των Πυρπολικών, με τους Έλληνες να καταφέρνουν τελικά να κρατήσουν το θαλάσσιο δρόμο προς το νότο και τον Μιαούλη να δίνει παράταση ζωής στο Μεσολόγγι. Στα τέλη του 1825 ο Καραϊσκάκης αποχωρεί εφόσον δεν μπορεί πλέον να προσφέρει κάτι στο Μεσολόγγι. Η πτώση του Μεσολογγίου επέφερε μεγάλο κύμα φυγής προς τον Κάλαμο, ενώ στο λιμάνι του Αστακού συνέχισε να διαμένει μέσα σε πλοιάριο ο Τσόγκας. Το 1827, υπό τη σκια του Ιμπραήμ, ξεκίνησε να υπερασπιστεί το Λεσίνι ο Δημοτσέλιος ενώ ελληνικά πλοία από τον Κάλαμο επανήλθαν στο λιμάνι του Αστακού. Στις 10 Ιουλίου 1827 ο φιλέλληνας Τόμας και ο Δημοτσέλιος διακήρυξαν την απελευθέρωση του Δραγαμέστου, ενώ στο λιμάνι του Αστακού έφτασε ο Τσωρτς για να στήσει το ορμητήριό του. Τότε έπλευσε στον κόλπο του Αστακού η περίφημη "Καρτερία" του Άστιγξ και έγινε η οριστική εκδίωξη των Τούρκων. Στις 16 Ιουλίου 1829 αποβιβάστηκε στη Σκάλα ο Καποδίστριας, στο ίδιο λιμάνι όπου είχε κατέβει χρόνια πριν και ο Λόρδος Μπάιρον.
19ος-20ος αιώνας
Ο μετεπαναστατικός Αστακός άρχισε να μεγαλώνει ελεύθερος πια γύρω από τη Λούτσαινα και τον Άγιο Ανδρέα. Οι πρώτες οικογένειες που έδωσαν πνοή στον σύγχρονο Αστακό ήταν του Τάτση Μαγγίνα, του Β. Χασάπη και του Δημοτσέλιου, όλοι Δραγαμεστινοί. Ο πληθυσμός μπολιάστηκε με κατοίκους από την ενδοχώρα του Ξηρομέρου, την Ήπειρο και τα Επτάνησα. Το 1836 δημιουργήθηκε ο Δήμος Αστακού με πρώτο δήμαρχο τον Νικόλαο Τσέλιο. Ο δήμος διευρύνθηκε το 1846 όταν διαλύθηκε ο δήμος Μαραθιάς. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με το εμπόριο, πλουτίζοντας διαρκώς. Η ακμάζουσα πόλη του Αστακού διέθετε πλέον όμορφα νεοκλασικά κτήρια και -από το 1861- σχέδιο πόλεως ενώ ο περίφημος Χιοναδίτης ζωγράφος Θωμάς Μαρινάς ήρθε να διακοσμήσει τον κεντρικό ναό του Αγίου Νικολάου. Ξυλεία και βελανίδι ήταν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα δια της θαλάσσιας οδού προς την Πάτρα, τη Μυτιλήνη, τη Βαλέτα, το Μπάρι και άλλα μεγάλα λιμάνια. Από το 1900 και μετά οι κεντρικοί δρόμοι φωτίζονται και η μικρή κωμόπολη έχει τα φόντα να μεγαλώσει και να αποτελέσει σημαντικό κέντρο της παραϊόνιας περιοχής. Το 1912 ο Αστακός έγινε κοινότητα, το 1934 σχεδόν ισοπεδώθηκε από ισχυρό κυκλώνα ενώ κατά την κατοχική περίοδο κατελήφθη από τους Ιταλούς. Οι ντόπιοι κάτοικοι επέδειξαν και πάλι τον ηρωισμό τους: πολλοί ήταν από αυτούς συμμετείχαν στη μάχη κοντά στην Τσαπουρνιά. Μνημείο των πεσόντων αγωνιστών υπάρχει στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης. Η στρατηγική του σημασία στο μυχό του κόλπου καθιστούσε πάντα την
πολίχνη του Αστακού σημείο ελλιμενισμού του βρετανικού στόλου, ο οποίος
αποχωρεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πρόσδεση της χώρας στο
αμερικανικό άρμα. Το Δραγαμέστο ακολούθησε ξεχωριστή πορεία, μετονομαζόμενο πλέον σε "Καραϊσκάκη", τιμώντας το μεγάλο οπλαρχηγό που στρατοπέδευσε στην περιοχή.
Σήμερα
Ο μοντέρνος Αστακός αποτελούσε έδρα του ομώνυμου καποδιστριακού Δήμου από το 1998 ως το 2010, ενώ από 1-1-2011 είναι η έδρα του "καλλικρατικού" Δήμου Ξηρομέρου. Τα νεοκλασικά των καραβοκυραίων, διατηρητέα μνημεία πλέον, μαρτυρούν ακόμη το παρελθόν του τόπου. Περίτεχνα ρόπτρα, θαυμαστά υπέρθυρα, σκαλιστές λεπτομέρειες και ένα ευθυγραμμισμένο σχέδιο πόλεως κάνουν τον επισκέπτη να ταξιδεύει με το νου του σε παλιές εποχές. Στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στέκουν ακόμη οι δημιουργίες του Μαρινά. Πάνω από όλα αυτά, στέκει αγέρωχο στο χρόνο το Καστέλι, το βυζαντινό κάστρο. Από το ψηλότερο σημείο του οι κάτοικοι του τότε είδαν τη θάλασσα να πλημμυρίζει καράβια και τον Δον Ζουάν να στέφεται νικητής της ναυμαχίας. Είδαν τον Μπάιρον να κατεβαίνει στον "χαρίεντα λιμένα" και τον Καποδίστρια να δίνει εντολές για το πώς θα εδραιωθεί η εμπορική σπουδαιότητα της πόλης. Είδαν τη νύχτα να γίνεται μέρα στην Ναυμαχία των Πυρπολικών. Είδαν τον Αστακό να μεγαλώνει, να ακμάζει και να δοκιμάζεται. Δυστυχώς, η συγκέντρωση της βιομηχανίας στο λεκανοπέδιο και η αδιαφορία της κεντρικής εξουσίας για την επαρχία δημιούργησε μεγάλο κύμα φυγής προς την πρωτεύουσα ενώ οι ελπίδες για ανάπτυξη επικεντρώνονται πλέον στο λιμάνι του Πλατυγιαλιού.
Διαβάστε για τον Αστακό:
1. Γεράσιμος Κατωπόδης, "Αρχαία Ακαρνανία"
2. Αθανάσιος Παλιούρας, "Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία
3. Ιωάννης Δημητρούκας, "Ιστορία του Δραγαμέστου/Αστακού και της περιοχής του στα νεότερα χρόνια"