Απόγευμα στον Άγιο Νικόλαο


Ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου είναι τρίκλιτη βασιλική με τρείς κόγχες και δεσπόζει στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης. Είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη εκκλησία του Αστακού.  Ανακαινίστηκε με δωρεά του αγωνιστή Συμεών Μαγγίνα, ο οποίος έλαβε το παρατσούκλι "Προίκας", λόγω της δωρεάς του αυτής και με αυτό το προσωνύμιο αναφέρεται στην κτητορική επιγραφή στην είσοδο του ναού. Εικονογραφήθηκε δυτικότροπα από τον περίφημο Ηπειρώτη ζωγράφο Θωμά Παπακώστα ή Μαρινά (1864-1930), της ξακουστής χιοναδίτικης σχολής. Δυστυχώς, οι μεταγενέστερες προσθήκες της εικονογράφησης δεν έγιναν στο ίδιο ύφος αλλά ακολούθησαν ως επί το πλείστον την βυζαντινή τεχνοτροπία, με αποτέλεσμα να υπάρχει εικονογραφική ανομοιομορφία. Στον περίβολό του υπάρχουν τα ταφικά μνημεία διαπρεπών ιερέων της πόλης. Στα βασικά χαρακτηριστικά του θα πρέπει να προστεθεί και το καλαίσθητο καμπαναριό με το ρολόι. Η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή δημιούργησε την ανάγκη διορθωτικών εργασιών στήριξης του κτηρίου που ξεκίνησαν το έτος 2008.

Για τη χιοναδίτικη ζωγραφική:
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στα έργα τους είναι η επίδραση του ευρωπαϊκού μπαρόκ και του ροκοκό στη διακόσμηση σπιτιών και εκκλησιών, αλλά και η προσαρμοστικότητά τους στα εκάστοτε ρεύματα και ρυθμούς, φαινόμενο που δεν παρατηρείται μόνο στους Χιονιαδίτες ζωγράφους ούτε αποκλειστικά στη ζωγραφική. Θα λέγαμε ότι πολύ εντονότερο το φαινόμενο παρατηρείται στην ξυλογλυπτική.
Ειδικότερα όμως για τη ζωγραφική, η ευρεία ύπαρξη χαρακτικών προτύπων από το ευρωπαϊκό μπαρόκ και ροκοκό (λιθογραφίες και χαλκογραφίες) συνδέεται με την εμφάνιση και διάδοση ορισμένων μοτίβων, που με το χρόνο κυριαρχούν. Αυτά με τη σειρά τους αφομοιώνονται, αργά είναι αλήθεια και μετριάζονται από την έντονη παραδοσιακή αντίληψη. Η ευκινησία των μπαρόκ και ροκοκό διακοσμητικών στοιχείων, ο ρεαλισμός και η φυσιοκρατία, προσαρμόζονται πολύ εύκολα στο τοπικό λαϊκό χρώμα αλλά και στα παραδοσιακά βυζαντινά πρότυπα.
Αλλά και στη διακόσμηση των οικιών, οι ίδιοι αγιογράφοι - ζωγράφοι μας έχουν παραδώσει καταπληκτικά έργα με παραστάσεις από τη φύση, την παράδοση, την ιστορία. Η ζωγραφική αναπτύχθηκε παράλληλα με τις άλλες τέχνες, και ήταν αυτή που έκανε ευρύτερα γνωστό το χωριό. Οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι περιφέρονταν στα χωριά της περιοχής αλλά και σε μακρινότερα μέρη της Ηπείρου, φθάνοντας μέχρι και τη Βόρειο Ήπειρο, στη Μακεδονία, το Άγιο Όρος, τη Θεσσαλία και τις γειτονικές χώρες, όπου ζωγράφιζαν ναούς και διακοσμούσαν αρχοντικές κατοικίες. Η μεγαλύτερη οικογένεια ζωγράφων ήταν οι Πασχαλάδες. Οι απόγονοί τους αποτέλεσαν τους δύο κλάδους, των Ζωγραφαίων (κάποιοι από τους οποίους διατήρησαν το όνομα Πασχάλης) και των Ζωγραφαίων – Τσατσαίων. Άλλη οικογένεια ζωγράφων ήταν των Παπακωστάδων ή Μαρινάδων, οι οποίοι είχαν συγγενικούς δεσμούς με την οικογένεια των Ζωγραφαίων. Αργότερα υπήρξαν και άλλες οικογένειες που ανέδειξαν ζωγράφους, όπως οι Καραγιανναίοι και οι Βουραίοι, ενώ είναι γνωστοί και άλλοι ζωγράφοι με άλλα επώνυμα, οι οποίοι μαθήτευσαν κοντά σε ζωγράφους των μεγάλων οικογενειών, έχοντας όλοι σχεδόν κάποια συγγένεια μεταξύ τους.
(Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2009/08/30/oi-perifimoi-chioniadites-agiografoi/)