Εντελώς αναξιοποίητη στέκει η περιοχή του αρχαίου Αστακού κοντά στη θέση Γράβες, βορειοανατολικά του σημερινού οικισμού. Ανασκαφή δεν έχει γίνει καμία και η περιοχή έχει παραδοθεί στο έλεος των αρχαιοκάπηλων.
Λίγα λόγια για τον αρχαίο Αστακό:
Οι πρώτοι κάτοικοι του αρχαίου οικισμού ήταν Κεφαλλήνες, ένας λαός που κατοικούσε στις κορυφές ("κεφαλαί") των ακαρνανικών βουνών. Η επικράτειά τους εκτεινόταν από την ακαρνανική παράκτια ζώνη και μέρος της ενδοχώρας, ως τα νησιά της Λευκάδας, της Ιθάκης και της Κεφαλονιάς. Αυτοί δημιούργησαν πιθανόν κατά την προελληνική περίοδο μερικούς οικισμούς γύρω από την τότε ακτογραμμή του κόλπου του Αστακού, οι οποίοι αργότερα ενώθηκαν σε έναν συνοικισμό υπό το όνομα "Αστακοί". Ο πληθυντικός της ονομασίας μαρτυρά μάλλον αυτήν ακριβώς την ύπαρξη πολλών οικισμών υπό το γενικότερο πνεύμα ονοματοδοσίας της εποχής: Φυτίαι, Οινιάδαι, Κορόνται, κλπ. Άλλωστε, το όνομα "Αστακοί" υπάρχει σε επιγραφή θεωροδόκων της Επιδαύρου: "Αστακοί Κάλλεως Νίκωνος".
Η άποψη των πολλών οικισμών ενισχύεται από τα νεολιθικά ευρήματα σε θέσεις γύρω από τη σύγχρονη κωμόπολη. Όστρακα, κεραμικά και ένα ανθρώπινο κρανίο μαρτυρούν την τελετουργική χρήση αυτών των χώρων και την διασπορά ενός πληθυσμού, ο οποίος αυξάνεται διαρκώς, εκμεταλλεύεται τη θάλασσα και αναπτύσσεται ολοένα και πιο δυναμικά. Η εποχή του Τρωικού πολέμου ήδη βρίσκει την περιοχή υπό το σκήπτρο του βασιλιά Οδυσσέα της Ιθάκης, η επικράτεια του οποίου περιελάμβανε και τα ακαρνανικά παράλια. Ο βασικός οικισμός της εποχής ήταν μάλλον στον όρμο του Πλατυγιαλιού. Η τοποθεσία των αρχαϊκών και κλασικών Αστακών ταυτίζεται με αυτή του βυζαντινού Δραγαμέστου. Εκεί βρέθηκαν τα ερείπια αρχαίου ναού του Διός Καραού. "Κάρα" σημαίνει κεφάλι, επομένως ίσως δηλώνεται η προέλευση από τους Κεφαλλήνες. Πιο πιθανό όμως είναι να δηλώνεται ο αρχαίος λαός των Κάρων, οι οποίοι κατοίκησαν τη Στερεά Ελλάδα. Άλλωστε ο Καραός Ζευς λατρευόταν και στη βοιωτική επικράτεια.
Κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια τα ακαρνανικά παράλια απέκτησαν κορινθιακές αποικίες και οι περισσότερες πόλεις ήταν δεμένες στο κορινθιακό άρμα. Η Κόρινθος, προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση της στο εμπορικό προσκήνιο, συχνά αναμειγνυόταν στην εσωτερική πολιτική ζωή των ακαρνανικών πόλεων. Τότε ήταν που εισήχθη και η έννοια της "πόλεως" ως σύστημα οργάνωσης-διακυβέρνησης ενώ παράλληλα κυκλοφόρησαν οι πρώτοι κορινθιακοί στατήρες. Η εικόνα του Αστακού της εποχής εκείνης -όπως μπορούμε να τη φανταστούμε- είναι εκείνη μιας ναυτικής πόλης με ακμάζον εμπόριο και αγροτική ζωή, όπου κυριαρχεί η φιλοκορινθιακή μερίδα και οι καθημερινές συναλλαγές θα γίνονται με κορινθιακούς στατήρες.
Κατά τα χρόνια του Εμφυλίου Σπάρτης-Αθηνών, ο Αστακός έγινε γνωστός για την ιστορία του Ευάρχου. Ο Εύαρχος ήταν τύραννος φίλα προσκείμενος στην Κόρινθο ο οποίος εκδιώχθηκε από τον Αστακό έπειτα από μεγάλη ναυτική επέμβαση (100 τριήρεις) των Αθηναίων. Η εκ νέου επαναφορά του προκάλεσε δυναμικότερη αθηναϊκή εκστρατεία υπό τον Φορμίωνα, που οδήγησε σε εκκαθάριση όλων των πόλεων της ακαρνανικής ενδοχώρας από τους φιλοκορίνθιους τυράννους και σε μεταφορά της περιοχής στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής.
Το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου (404 π.Χ.) βρίσκει τον Αστακό ενταγμένο στο Κοινό των Ακαρνάνων, μια δύναμη που εκτεινόταν από τα βόρεια και δυτικά ακαρνανικά παράλια ως την παραχελωίτιδα ζώνη και τη χώρα των Αγραίων, με την πόλη των Οινιάδων να αποτελεί το Μήλον της Έριδος ανάμεσα Ακαρνάνες και Αιτωλούς. Το θρησκευτικό κέντρο του Κοινού ήταν η αρχαία Στράτος. Την εποχή εκείνη ο Αστακός ως παράλια πόλη ενίσχυσε τους δεσμούς του με την ενδοχώρα.
Το Κοινόν ακολούθησε μια ιδότυπη πορεία: τάχθηκε στο πλευρό των Μακεδόνων, απορροφήθηκε από την Συμπολιτεία των Αιτωλών (~250 π.Χ.), κατελήφθη από την Ήπειρο και επανήλθε στη Μακεδονία.
Η ρωμαϊκή κατάκτηση επέβαλε την ερήμωση της περιοχής για χάρη της Ακτίας Νικόπολης που εποικίστηκε αναγκαστικά από τα ακαρνανικά παράλια. Είναι το τελευταίο στοιχείο που έχουμε για τον αρχαίο Αστακό.